- παραφρονεῖς
- παραφρονέωto be beside oneselfpres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)παραφρονέωto be beside oneselfpres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… … Dictionary of Greek
κορυβαντιώ — κορυβαντιῶ, άω (Α) [Κορύβας] 1. γίνομαι έξαλλος από ενθουσιασμό σαν τους Κορύβαντες («πολύ μοι μᾱλλον ἢ τῶν κορυβαντιώντων ἥ τε καρδία πηδᾷ», Πλάτ.) 2. φρ. «κορυβαντιώ περί τι» μαίνομαι, είμαι μανιακός, ξετρελαμένος με κάτι 3. παλεύω με τον ύπνο … Dictionary of Greek